χρυσόκολλος

χρυσόκολλος
χρῡσό-κολλος, ον,
A soldered or inlaid with gold,

ἐκπώματα S.Fr.378

;

κώπη E.Fr.587

; also [suff] χρῡσο-κόλλητος

δίφρος Id.Ph.2

, cf. Antiph.106.2, 237, Luc.Ind.29;

ἅρματα Jul.Or.2.50d

; cf. χρυσοδακτύλιος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόκολλος — ον, Α χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό κολλος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόκολλον — χρυσόκολλος soldered masc/fem acc sg χρυσόκολλος soldered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόλλου — χρυσόκολλος soldered masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόλλους — χρυσόκολλος soldered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόκολλα — χρυσόκολλος soldered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκόλληση — η, Ν 1. συγκόλληση με χρυσό 2. κράμα χρυσού για συγκολλήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χρυσόκολλος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσοκολλώ] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκόλλητος — η, ο / χρυσοκόλλητος, ον, ΝΜΑ, και χρυσεοκόλλητος Α χρυσοποίκιλτος, χρυσοστόλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσόκολλος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *χρυσοκολλῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”